- παλίσσανδρο
- Ξύλο από εξωτικά φυτά, πολύ χρήσιμο στην επιπλοποιία. Το γνωστότερο είναι το π. της Βραζιλίας, ξύλο, βαρύ, σκληρό σε διάφορα χρώματα, κυρίως σοκολατόχρωμο, γκρίζο, ακόμα και μαυροκόκκινο, και το π. της Ονδούρας, που αν και έχει πολύ χοντρές ίνες, βελτιώνεται ποιοτικά με την κατεργασία. Και τα 2 είδη π. χρησιμοποιούνται στην επιπλοποιία και στην κατασκευή μουσικών οργάνων. Το π. λέγεται και παλισσάνδρη.
Dictionary of Greek. 2013.